- ἀνεπίμικτος
- ἀνεπίμικτοςunmixed withmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* … Dictionary of Greek
ἀνεπιμίκτως — ἀνεπίμικτος unmixed with adverbial ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμικτον — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem acc sg ἀνεπίμικτος unmixed with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτοις — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτου — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτους — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμίκτῳ — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμικτα — ἀνεπίμικτος unmixed with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίμικτοι — ἀνεπίμικτος unmixed with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)